- υπτιάζω
- ὑπτιάζω ΝΜΑ [ὕπτιος]1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελαμσν.(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)αρχ.1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)2. χαλαρώνω3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονείαβ) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω4. παθ. ὑπτιάζομαι(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.